μυρωδάτος

μυρωδάτος
[миродатос] εκ. благоухающий, ароматный,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μυρωδάτος" в других словарях:

  • μυρωδάτος — η, ο (Μ μυρωδάτος, η, ον) [μυρωδιά] αυτός που αναδίδει ευάρεστη οσμή, ο ευωδιαστός, ο αρωματισμένος …   Dictionary of Greek

  • μυρωδάτος — η, ο αυτός που αναδίνει ευχάριστο άρωμα, ευωδιαστός: Αχλάδια μυρωδάτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυώδης — θυώδης, ες (Α) 1. αυτός που έχει την ευωδία θυμιάματος, μυρωδάτος, ευώδης, αρωματικός 2. αυτός που ανήκει στο δέντρο θύον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + ώδης (< όδ ωδ α) που διατηρεί στην προκειμένη περίπτωση την αρχική του σημασία «μυρωδάτος»] …   Dictionary of Greek

  • ευωδιακός — ή, ό [ευωδία] ευώδης, ευωδιαστικός, μυρωδάτος …   Dictionary of Greek

  • ευωδικός — ιά, ό [ευώδης] 1. ευώδης, μυρωδάτος, ευωδιακός 2. γεμάτος ευωδιές …   Dictionary of Greek

  • ευώδης — ες (ΑΜ εὐώδης, ες) αυτός που αποπνέει ευχάριστη μυρωδιά, εύοσμος, μυρωδάτος, μοσχομυρισμένος («εὐῶδες ἔλαιον», Ομ. Ιλ.). επίρρ... εὐωδῶς (Μ) με ωραία, γλυκιά μυρωδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ωδης (< όζω < *όδ jω) τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη… …   Dictionary of Greek

  • εύοσμος — η, ο (Α εὔοσμος, ον και εὔοδμος, ον) αυτός που έχει ευχάριστη οσμή, ο ευώδης, ο αρωματικός, ο μυρωδάτος («εὔοσμον ἔαρ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οσμος (< οσμη), πρβλ. ά οσμος, δί οσμος)] …   Dictionary of Greek

  • καλομύριστος — η, ο μυρωδάτος, ευώδης, αυτός που μυρίζεται ευχάριστα …   Dictionary of Greek

  • καλομύρωδος — καλομύρωδος, ον (Μ) αυτός που μυρίζει ωραία, μυρωδάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + μυρωδία] …   Dictionary of Greek

  • μοσχομυρωδάτος — και μοσκομυρωδάτος, η, ο (Μ μοσχομυρωδάτος και μοσκομυρωδάτος, η, ον) αυτός που μοσχομυρίζει, ευωδιαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο) * + μυρωδάτος] …   Dictionary of Greek

  • μυρίζω — (ΑΜ μυρίζω και Α ποιητ. τ. σμυρίζω) [μύρον] αλείφω κάποιον ή κάτι με μύρο (α. «μύρισαν το μωρό» β. «προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σώμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν», ΚΔ) νεοελλ. 1. μτφ. α) φανερώνω την προέλευσή μου, την καταγωγή μου β) καθιστώ κάτι φανερό,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»